φουσκοδεντριά

φουσκοδεντριά
η, Ν
1. η εποχή πριν από την άνοιξη, όταν σχηματίζονται οι οφθαλμοί τών δένδρων
2. στον πληθ. οι φουσκοδεντριές
μτφ. πρώιμοι νεανικοί ερωτικοί πόθοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φουσκ-ώνω + συνδ. φωνήεν -ο- + δέντρο + κατάλ. -ιά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φουσκοδεντριά — η 1. η εποχή που πρωτοεμφανίζονται οι οφθαλμοί των δέντρων, οι μέρες πριν από την έναρξη της άνοιξης (οπότε η φύση ετοιμάζεται για βλάστηση): Η άνοιξη σα βάρυπνη παρθένα ξυπνάει με τη φουσκοδεντριά (Ι. Γρυπάρης). 2. μτφ., στον πληθ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”