- φουσκοδεντριά
- η, Ν1. η εποχή πριν από την άνοιξη, όταν σχηματίζονται οι οφθαλμοί τών δένδρων2. στον πληθ. οι φουσκοδεντριέςμτφ. πρώιμοι νεανικοί ερωτικοί πόθοι.[ΕΤΥΜΟΛ. < φουσκ-ώνω + συνδ. φωνήεν -ο- + δέντρο + κατάλ. -ιά].
Dictionary of Greek. 2013.